Ενέσιμο εναιώρημα κεφτιοφούρης και κετοπροφαίνης
Κτηνιατρικό φαρμακευτικό σκέυασμα.
Απαιτείται κτηνιατρική συνταγή.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
CURACEF DUO, 50 mg/ml / 150 mg/ml, Ενέσιμο εναιώρημα για βοοειδή
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε ml περιέχει:
Δραστικά συστατικά:
Ceftiofur (as hydrochloride) 50,0 mg
Ketoprofen 150,0 mg
Βλ. τον πλήρη κατάλογο εκδόχων στο κεφάλαιο 6.1
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο εναιώρημα.
Υπόλευκο προς ροζ εναιώρημα.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Είδη ζώων
Βοοειδή.
4.2 Θεραπευτικές ενδείξεις προσδιορίζοντας τα είδη ζώων
Για τη θεραπεία της αναπνευστικής νόσου των βοοειδών (BRD) που προκαλείται από τα βακτήρια Mannheimia haemolytica και Pasteurella multocida, ευαίσθητα στην κεφτιοφούρη και για τη μείωση των κλινικών συμπτωμάτων τα οποία σχετίζονται με φλεγμονή ή πυρεξία.
4.3 Αντενδείξεις
Να μη χρησιμοποιείται σε περίπτωση γνωστής ανθεκτικότητας σε άλλες κεφαλοσπορίνες ή β-λακτάμες.
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στην κεφτιοφούρη και άλλες β-λακτάμες.
Να μη χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στην κετοπροφαίνη.
Να μη χρησιμοποιείται σε πουλερικά (συμπεριλαμβανομένων των αυγών) εξαιτίας του κινδύνου ανάπτυξης αντιμικροβιακής αντοχής στους ανθρώπους.
Να μη χορηγούνται άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) και κορτικοστεροειδή ταυτόχρονα με το προϊόν ή μέσα σε διάστημα ενός 24ώρου.
Να μη χορηγείται σε ζώα που πάσχουν από καρδιακή, ηπατική ή νεφρική νόσο, όπου υπάρχει η πιθανότητα γαστρο-εντερικού έλκους ή αιμορραγίας, και όπου υπάρχουν ενδείξεις δυσκρασίας του αίματος.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις για κάθε είδος ζώου
Αποφύγετε τη χρήση σε αφυδατωμένα, υποογκαιμικά, ή υποτασικά ζώα, καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος νεφροτοξικότητας.
4.5 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση σε ζώα
Σε περίπτωση εμφάνισης αλλεργικής αντίδρασης θα πρέπει να διακοπεί η θεραπεία.
Το προϊόν επιλέγει ανθεκτικά στελέχη, όπως τα βακτήρια ευρέος φάσματος β-λακταμάσες (ESBL) και μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, εάν αυτά τα στελέχη μεταδοθούν στους ανθρώπους, π.χ. μέσω της τροφής.
Για το λόγο αυτό, το προϊόν πρέπει να προορίζεται για τη θεραπεία κλινικών καταστάσεων, οι οποίες ανταποκρίθηκαν ανεπαρκώς ή αναμένεται να ανταποκριθούν ανεπαρκώς (σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις όταν η θεραπεία πρέπει να ξεκινά χωρίς βακτηριολογική διάγνωση) στη θεραπεία πρώτης γραμμής.
Όταν η φλεγμονή και ο πυρετός έχουν υποχωρήσει, ο κτηνίατρος θα πρέπει να προχωρήσει σε εναλλαγή σε προϊόν το όποιο περιέχει μόνο κεφτιοφούρη, προκειμένου να καλυφθούν 3 έως 5 ημέρες συνεχομένης αντιβιοτικής θεραπείας. Είναι σημαντικό η θεραπεία να πραγματοποιείται για επαρκές χρονικό διάστημα ώστε να περιοριστεί η ανάπτυξη ανθεκτικότητας.
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες, εθνικές και τοπικές αντιμικροβιακές πολιτικές κατά τη χρήση του προϊόντος. Η αυξημένη χρήση, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης του προϊόντος κατά παρέκκλιση των οδηγιών που περιλαμβάνονται στην ΠΧΠ, μπορεί να αυξήσει τη συχνότητα εμφάνισης αντοχής των βακτηρίων. Όποτε είναι δυνατό, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο μετά από δοκιμές ευαισθησίας.
Το προϊόν προορίζεται για ατομική θεραπεία των ζώων. Να μη χρησιμοποιείται για πρόληψη ασθενειών ή ως μέρος προγραμμάτων διαχείρισης υγείας κοπαδιού. Η ομαδική θεραπεία των ζώων θα πρέπει να περιορίζεται αυστηρά σε συνεχή κρούσματα της νόσου και σύμφωνα με τις εγκεκριμένες οδηγίες χρήσης.
Η ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικών ή θρομβωτικών φαρμάκων θα πρέπει να βασίζεται στην εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
Να αποφεύγεται η ενδοαρτηριακή και η ενδοφλέβια ενέσιμη χορήγηση.
Χρησιμοποιήστε κατά προτίμηση μια βελόνα 14 gauge.
Ιδιαίτερες προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται από το άτομο που χορηγεί το φαρμακευτικό προϊόν σε ζώα
Οι πενικιλίνες και οι κεφαλοσπορίνες μπορούν να προκαλέσουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας (αλλεργία) μετά από έγχυση, εισπνοή, κατάποση ή δερματική επαφή. Υπερευαισθησία στις πενικιλίνες μπορεί να οδηγήσει σε διασταυρούμενη αντίδραση με τις κεφαλοσπορίνες και αντιστρόφως. Η κετοπροφαίνη μπορεί να προκαλέσει υπερευαισθησία. Οι αλλεργικές αντιδράσεις σε αυτές τις ουσίες, μπορεί να είναι ενίοτε σοβαρές.
Μη χειρίζεστε το προϊόν εάν γνωρίζετε ότι έχετε ευαισθησία στα δραστικά συστατικά ή σε κάποιο από τα έκδοχα, ή σας έχει γίνει σύσταση να μη δουλεύετε με τέτοιου είδους σκευάσματα.
Πλένετε τα χέρια μετά από τη χρήση.
Αποφεύγετε την επαφή με τα μάτια και το δέρμα. Σε περίπτωση επαφής, πλένετε αμέσως με νερό.
Εάν μετά από έκθεση αναπτύξετε συμπτώματα, όπως εξάνθημα του δέρματος, ζητήστε ιατρική βοήθεια και επιδείξετε στον ιατρό αυτή την οδηγία.
Συμπτώματα όπως, οίδημα του προσώπου, των χειλιών ή των οφθαλμών ή δυσκολία στην αναπνοή είναι πιο σοβαρά συμπτώματα και απαιτούν επείγουσα ιατρική αντιμετώπιση.
Σε περίπτωση τυχαίας αυτoένεσης, αναζητήστε αμέσως ιατρική βοήθεια και επιδείξετε στον ιατρό το εσώκλειστο φύλλο οδηγιών χρήσεως ή την ετικέτα του φαρμακευτικού προϊόντος.
4.6 Ανεπιθύμητες ενέργειες (συχνότητα και σοβαρότητα)
Σε μελέτες πεδίου, το προϊόν ελέγχθηκε σε αγελάδες ηλικίας 1 μήνα έως 12 χρόνων χωρίς να υπάρξουν ενδείξεις ανησυχίας όσον αφορά στην ασφάλεια του.
Ήπιες φλεγμονώδεις αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης, όπως οίδημα των ιστών, στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς να συνοδεύεται από πόνο, μπορεί να παρατηρηθούν συχνά.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας (π.χ. δερματικές αντιδράσεις, αναφυλαξία), οι οποίες δεν συνδέονται με τη δοσολογία και αποχρωματισμός του υποδόριου ιστού και/ή των μυών μπορεί να παρατηρηθούν πολύ σπάνια.
Γαστρική ή νεφρική δυσανεξία μπορεί να παρατηρηθεί πολύ σπάνια σε ορισμένα άτομα, όπως με όλα τα ΜΣΑΦ, λόγω της ανασταλτικής δράσης τους στη σύνθεση των προσταγλανδινών.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών καθορίζεται ως ακολούθως:
- πολύ συχνή (περισσότερο από 1 στα 10 υπό θεραπεία ζώα παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες)
- συχνή (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 100 υπό θεραπεία ζώα)
- μη συνηθισμένη (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 1000 υπό θεραπεία ζώα)
- σπάνια (περισσότερο από 1 αλλά λιγότερο από 10 ζώα στα 10.000 υπό θεραπεία ζώα)
- πολύ σπάνια (λιγότερο από 1 στα 10.000 υπό θεραπεία ζώα, συμπεριλαμβανομένων και των μεμονωμένων αναφορών.
4.7 Χρήση κατά την κύηση, τη γαλουχία ή την ωοτοκία
Παρόλο που από τις εργαστηριακές μελέτες σε ζώα μετά από χρήση κεφτιοφούρης ή κετοπροφαίνης δεν διαπιστώθηκαν ενδείξεις τερατογένεσης, αποβολής ή προβλημάτων στην αναπαραγωγή, η ασφάλεια του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος δεν έχει αποδειχθεί συγκεκριμένα για τη διάρκεια της κύησης σε αγελάδες.
Χρησιμοποιήστε το προϊόν μόνο σύμφωνα με την εκτίμηση οφέλους/κινδύνου από τον υπεύθυνο κτηνίατρο.
4.8 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Μερικά ΜΣΑΦ μπορεί να συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και να ανταγωνίζονται με άλλα φάρμακα με μεγάλο βαθμό σύνδεσης, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε τοξικές επιδράσεις.
Να μη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα ΜΣΑΦ ή κορτικοστεροειδή, διουρητικά, νεφροτοξικά φάρμακα ή αντιπηκτικά.
Οι βακτηριοκτόνες ιδιότητες των β-λακταμών εξουδετερώνονται από την ταυτόχρονη χορήγηση βακτηριοστατικών αντιβιοτικών (μακρολίδια, σουλφοναμίδες και τετρακυκλίνες).
4.9 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Ενδομυϊκή χρήση.
1 mg κεφτιοφούρη/kg/ημέρα και 3 mg κετοπροφαίνη/kg/ημέρα με ενδομυϊκή χορήγηση, δηλαδή 1 ml/50 kg σε κάθε ενέσιμη χορήγηση.
Το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν η νόσος συνδέεται με κλινικά συμπτώματα φλεγμονής ή πυρεξίας.
Το προϊόν μπορεί να χορηγηθεί για 1 έως 5 συνεχόμενες ημέρες, ανάλογα με την κλινική ανταπόκριση σε κάθε περίπτωση χωριστά.
Δεδομένου ότι η διάρκεια της αντιβιοτικής θεραπείας δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 3 έως 5 ημέρες, όταν η φλεγμονή και ο πυρετός έχουν υποχωρήσει, ο κτηνίατρος θα πρέπει να αλλάξει σε προϊόν, το όποιο περιέχει μόνο κεφτιοφούρη, προκειμένου να καλυφθούν οι 3 έως 5 ημέρες συνεχομένης αντιβιοτικής θεραπείας.
Μόνο ένας μικρός αριθμός ζώων αναμένεται να χρειαστεί τέταρτη ή πέμπτη ενέσιμη χορήγηση με το προϊόν συνδυασμού.
Ανακινήστε καλά το φιαλίδιο για 20 δευτερόλεπτα πριν από τη χρήση για να επιτευχθεί ένα ομοιογενές εναιώρημα.
Η επαναφορά σε μορφή εναιωρήματος μπορεί να απαιτήσει περισσότερο χρόνο έπειτα από αποθήκευση σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Για να εξασφαλίσετε τη σωστή δοσολογία πρέπει να υπολογίζεται όσο το δυνατόν ακριβέστερα το σωματικό βάρος για να αποφεύγεται η υποδοσία.
Ο χρήστης πρέπει να χρησιμοποιήσει το καταλληλότερο μέγεθος φιαλιδίου σύμφωνα με τον αριθμό των ζώων προς θεραπεία.
Τα φιαλίδια των 50 ml και 100 ml δεν πρέπει να τρυπηθούν περισσότερες από 10 φορές και το φιαλίδιο των 250 ml όχι περισσότερες από 18 φορές. Συνίσταται η χρήση βελόνας αναρρόφησης για την αποφυγή υπερβολικής διάνοιξης του πώματος.
Οι επόμενες ενδομυϊκές χορηγήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται σε διαφορετικά σημεία.
Δεν πρέπει να χορηγούνται περισσότερα από 16 ml ανά σημείο έγχυσης.
4.10 Υπερδοσολογία (συμπτώματα, μέτρα αντιμετώπισης, αντίδοτα), εάν είναι απαραίτητα
Δεν παρατηρήθηκαν σημάδια γενικευμένης τοξίκωσης μετά από χορήγηση πενταπλάσιας της συνιστώμενης δόσης για 15 συνεχόμενες ημέρες.
4.11 Χρόνος(οι) αναμονής
Κρέας και εδώδιμοι ιστοί: 8 ημέρες.
Γάλα: μηδέν ημέρες.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: αντιβακτηριακά για συστηματική χρήση, κεφτιοφούρη, συνδυασμοί
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η κεφτιοφούρη είναι τρίτης γενιάς κεφαλοσπορίνη, δραστική ενάντια σε Gram-θετικά και Gram-αρνητικά παθογόνα βακτήρια. Η κεφτιοφούρη, όπως και άλλες β-λακτάμες, αναστέλλει την σύνθεση του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος, επιδεικνύοντας έτσι βακτηριοκτόνες ιδιότητες.
Η σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος εξαρτάται από ένζυμα που χαρακτηρίζονται ως πενικιλλινοδεσμευτικές πρωτεϊνες (PBPs). Τα βακτήρια αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στις κεφαλοσπορίνες με τους εξής τέσσερις βασικούς μηχανισμούς: 1) μέσω μεταβολών των πενικιλλινο-δεσμευτικών πρωτεϊνών καταργώντας τη δράση των β-λακταμών που σε άλλη περίπτωση θα ήταν αποτελεσματικές, 2) μεταβάλλοντας τη διαπερατότητα του κυτταρικού τοιχώματος στις β-λακτάμες, 3) παράγοντας β-λακταμάσες οι οποίες διασπούν τον β-λακταμικό δακτύλιο του μορίου των β-λακταμών ή 4) ενεργοποιώντας την ενεργητική απέκκριση του αντιβιοτικού.
Κάποιες β-λακταμάσες που καταγράφηκαν σε Gram-αρνητικούς μικροοργανισμούς του εντέρου, προσδίδουν αυξημένες MIC σε διάφορους βαθμούς για τρίτης και τέταρτης γενεάς κεφαλοσπορίνες, καθώς επίσης για πενικιλίνες, αμπικιλλίνη, συνδυασμούς αναστολέων β-λακταμασών, και κεφαλοσπορίνες πρώτης και δεύτερης γενεάς.
Η κεφτιοφούρη είναι αποτελεσματική ενάντια στους παρακάτω παθογόνους μικροοργανισμούς, οι οποίοι προκαλούν αναπνευστικές λοιμώξεις στα βοοειδή: Pasteurella multocida, Mannheimia haemolytica (παλαιότερη ονομασίαPasteurella haemolytica).
Οι Ελάχιστες Ανασταλτικές Συγκεντρώσεις (MICs) έχουν καθοριστεί για την κεφτιοφούρη στα ευρωπαϊκά στελέχη των στοχευόντων βακτηρίων, τα οποία απομονώθηκαν από νοσούντα ζώα μεταξύ του 2014 και 2016.
Είδη (αριθμός βακτηρίων που απομονώθηκαν) |
Εύρος MIC (μg/mL) |
MIC50 (μg/mL) |
MIC90 (μg/mL) |
Mannheimia haemolytica (91) |
0,002-4 |
0,015 |
0,06 |
Pasteurella multocida (155) |
0,008 – 0,25 |
0,015 |
0,03 |
Οι MICs των παθογόνων-στόχων του αναπνευστικού παρουσίασαν ένα μονότροπο προφίλ κατανομής με υψηλή ευαισθησία στην κεφτιοφούρη. Τα κλινικά όρια ευαισθησίας (CLSI έγγραφο VET08 (5) και VET06 (6)) στην κεφτιοφούρη έχουν καθοριστεί για την αναπνευστική νόσο των βοοειδών και τα βακτήρια M. haemolytica, Ρ. multocida ως εξής: ευαίσθητα: ≤ 2 μg/ml, μέτριας ευαισθησίας: 4 μg/ml, ανθεκτικά: ≥ 8 μg/ml. Σύμφωνα με αυτά τα όρια ευαισθησίας δεν παρατηρήθηκαν κλινικά ανθεκτικά στελέχη παθογόνων-στόχων του αναπνευστικού.
Η κετοπροφαίνη είναι ένα παράγωγο του φαινυλοπροπιονικού οξέος, και ανήκει στην ομάδα των μη-στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.
Ο μηχανισμός δράσης σχετίζεται με την ικανότητα της κετοπροφαίνης να παρεμβαίνει στη σύνθεση των προσταγλανδινών από τις πρόδρομες ουσίες όπως το αραχιδονικό οξύ.
Αν και η κετοπροφαίνη δεν έχει άμεση επίδραση στις ενδοτοξίνες μετά την παραγωγή τους, μειώνει την παραγωγή προσταγλανδίνης και επομένως μειώνει τις πολλές επιδράσεις της παραγωγής προσταγλανδίνης.
Οι προσταγλανδίνες αποτελούν μέρος των πολύπλοκων διαδικασιών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη ενδοτοξικού σοκ.
Όπως για όλες αυτές τις ουσίες, οι βασικές φαρμακολογικές δράσεις της είναι η αντιφλεγμονώδης, η αναλγητική και η αντιπυρετική.
5.2 Φαρμακοκινητικά στοιχεία
Μετά από χορήγηση, η κεφτιοφούρη μεταβολίζεται γρήγορα σε δεσφουροϋλοκεφτιοφούρη, τον κύριο ενεργό μεταβολίτη.
Η δεσφουροϋλοκεφτιοφούρη έχει ισοδύναμη αντιμικροβιακή δράση με αυτή της κεφτιοφούρης ενάντια στα κύρια βακτήρια-στόχους στα ζώα. Ο κύριος μεταβολίτης συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Λόγω μεταφοράς με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, ο μεταβολίτης συγκεντρώνεται στο σημείο της μόλυνσης, είναι ενεργός και παραμένει ενεργός παρουσία νεκρωτικού ιστού και υπολειμμάτων.
Η κεφτιοφούρη είναι πλήρως βιοδιαθέσιμη μετά από ενδομυϊκή χορήγηση.
Μετά από μία ενδομυϊκή δόση 1 mg/kg κεφτιοφούρης (ως υδροχλωρική) στα βοοειδή, οι μέγιστες συγκεντρώσεις 6,11 ± 1,56 µg/mL (Cmax) της κεφτιοφούρης και των δεσφουροϋλοκεφτιοφουρικών μεταβολιτών στο πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 5 ωρών (Tmax) μετά τη χορήγηση. Ο φαινομενικός χρόνος ημίσειας ζωής (t½) της κεφτιοφούρης και των δεσφουροϋλοκεφτιοφουρικών μεταβολιτών ήταν 22 ώρες. Η αποβολή γίνεται κυρίως μέσω των ούρων (περισσότερο από 55%). Το 31% της δόσης αποβάλλεται με τα κόπρανα.
Η κετοπροφαίνη είναι πλήρως βιοδιαθέσιμη μετά από ενδομυϊκή χορήγηση.
Μετά από μία ενδομυϊκή δόση 3 mg/kg κετοπροφαίνης σε βοοειδή, οι μέγιστες συγκεντρώσεις 5,55 ± 1,58 µg/mL (Cmax) της κετοπροφαίνης στο πλάσμα αίματος επιτυγχάνονται εντός 4 ωρών (Tmax) μετά τη χορήγηση. Ο φαινομενικός χρόνος ημίσειας ζωής (t½) της κετοπροφαίνης ήταν 3,75 ώρες.
Στα βοοειδή, η κετοπροφαίνη συνδέεται ισχυρά με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (97%). Αποβάλλεται κυρίως μέσω των ούρων (90% των δόσεων), ως μεταβολίτες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Sorbitan oleate
Hydrogenated soya lecithin
Cottonseed oil
6.2 Κύριες ασυμβατότητες
Λόγω έλλειψης μελετών ασυμβατότητας, το παρόν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα.
6.3 Διάρκεια ζωής
Διάρκεια ζωής του κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος σύμφωνα με τη συσκευασία πώλησης: 2 χρόνια
Διάρκεια ζωής μετά το πρώτο άνοιγμα της στοιχειώδους συσκευασίας: 28 ημέρες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μην καταψύχετε.
Φυλάσσετε το γυάλινο φιαλίδιο στο εξωτερικό κουτί για να το προστατεύσετε από το φως.
6.5 Φύση και σύνθεση της στοιχειώδους συσκευασίας
Έγχρωμο, γυάλινο φιαλίδιο τύπου II με ελαστικό πώμα από βρωμοβουτύλιο και καπάκι αλουμινίου, συσκευασμένο σε κουτί από χαρτόνι
ή
Φιαλίδιο κεχριμπαρένιου χρώματος από ημιδιαφανές πολυπροπυλένιο, το οποίο περιέχει σφαιρίδιο από ανοξείδωτο χάλυβα, σφραγισμένο με ελαστικό πώμα από βρωμοβουτύλιο και καπάκι αλουμινίου, συσκευασμένο σε κουτί από χαρτόνι.
Συσκευασίες:
1 x 50 ml
1 x 100 ml
1 x 250 ml
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ειδικές προφυλάξεις απόρριψης ενός χρησιμοποιηθέντος κτηνιατρικού φαρμακευτικού προϊόντος ή άλλων υλικών που προέρχονται από τη χρήση του προϊόντος, αν υπάρχουν
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν κτηνιατρικό φαρμακευτικό προϊόν ή μη χρησιμοποιηθέντα υπολείμματά του πρέπει να απορρίπτονται σύμφωνα με τις ισχύουσες εθνικές απαιτήσεις.