Κρυπτοσποριδίωση των μηρυκαστικών

Βαθμολογία5 (2 Ψήφοι)

Κρυπτοσποριδίωση των μηρυκαστικών

Κρυπτοσποριδίωση: Μια νόσος, πολλοί ξενιστές σε κίνδυνο

Η κρυπτοσποριδίωση είναι παρασιτική νόσος που οφείλεται κυρίως στο πρωτόζωο Cryptosporidium parvum, αλλά και σε άλλα είδη του γένους Cryptosporidium spp. Τα κρυπτοσπορίδια προκαλούν νόσο σε νεογέννητους μόσχους, αμνούς, ερίφια, χοιρίδια και κονικλοειδή. Μπορεί να είναι επικίνδυνα και για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα για ανοσοκατασταλμένα άτομα.

 

Μετάδοση της νόσου: Ένας μικρός αριθμός ωοκύστεων είναι αρκετός

Τα υγιή ζώα μολύνονται μετά από κατανάλωση των ωοκύστεων του πρωτόζωου που απεκκρίνονται με τα κόπρανα των μολυσμένων ζώων. Μία μόνο ωοκύστη είναι αρκετή για να προκαλέσει μόλυνση σε έναν αμνό1. Έτσι σταδιακά αυξάνεται το παρασιτικό φορτίο του στάβλου και η κλινική νόσος γίνεται εντονότερη. Η νόσος στην Ελλάδα είναι συχνή σε μόσχους γαλ/γών εκτροφών2, σε αμνούς3, ενώ αποτελεί μάλλον το συχνότερο αίτιο διάρροιας στα νεογέννητα ερίφια4. Η μετάδοση από είδος σε είδος λόγω συγχρωτισμού ή συν-βόσκησης είναι πιθανή. Είναι δυνατό να υπάρξουν επιπλοκές με άλλα βακτήρια, όπως η Escherichia coli ή με ιούς, όπως ο ροταϊός και ο κωροναϊός.

 

Κλινική εικόνα κρυπτοσποριδίωσης

Η κρυπτοσποριδίωση εμφανίζεται κυρίως σε μόσχους, αμνούς και ερίφια ηλικίας 4-15 ημερών και σπανιότερα σε ζώα λίγο μεγαλύτερης ηλικίας. Εφόσον η μόλυνση είναι μόνο με κρυπτοσπορίδια, τα ασθενή ζώα εμφανίζουν ελαφρά ή καθόλου μείωση της όρεξης και της διάθεσής τους. Στα προσβεβλημένα ζώα κυριαρχεί η διάρροια, που διαρκεί για 7 μέρες και στη συνέχεια αυτοπεριορίζεται ή τα ασθενή ζώα καταλήγουν λόγω της αφυδάτωσης και των ηλεκτρολυτικών διαταραχών. Εφόσον στη μόλυνση εκτός των κρυπτοσποριδίων συνυπάρχουν και άλλοι παθογόνοι παράγοντες, όπως η E. coli και οι ιοί, τότε τα συμπτώματα είναι πιο έντονα, με κατάπτωση, ανορεξία και τα ασθενή ζώα συνήθως καταλήγουν εντός 2-3 ημερών. Είναι χαρακτηριστικό της κρυπτοσποριδίωσης, ότι τα ασθενή ζώα δεν ανταποκρίνονται ή ανταποκρίνονται ελάχιστα στην χορήγηση των συνήθων αντιβιοτικών5-7.


Ταχεία και εύκολη διάγνωση

Η διάγνωση βασίζεται στην εργαστηριακή εξέταση κοπράνων ή εντέρου για την ανεύρεση ωοκύστεων Cryptosporidium spp. και την εκτίμηση της έντασης της μόλυνσης. Το αποτέλεσμα της εξέτασης δεν επηρεάζεται από την χορήγηση αντιβιοτικών στα ασθενή ζώα8.

 

Αποτελεσματική πρόληψη και θεραπεία

Για την θεραπεία της κρυπτοσποριδίωσης φάρμακο εκλογής θεωρείται η αλοφουγινόνη, μια ουσία με κρυπτοσποριδιοστατική δράση που φαίνεται να έχει καλό προληπτικό αποτέλεσμα σε εκτροφές βοοειδών με κλινικά συμπτώματα στην δόση των 100 μg/kg Σ.Β. για 7 συνεχόμενες ημέρες9. Εξαιρετικά αποτελέσματα είχε το παραπάνω δοσολογικό σχήμα θεραπευτικά και προληπτικά σε εκτροφές προβάτων6 και αιγών7. Προσπάθειες για χαμηλότερη δόση ή θεραπεία μικρότερης χρονικής διάρκειας οδήγησαν σε σαφώς μειωμένη αποτελεσματικότητα της θεραπείας6, 10. Δόσεις μεγαλύτερες της συνιστώμενης προκαλούν παρενέργειες τόσο σε μόσχους11, όσο και σε αμνούς12.

Σε περίπτωση που συνυπάρχει μόλυνση από E. coli, συστήνεται η ταυτόχρονη χορήγηση αντιβιοτικών. Επικουρικά για την θεραπεία των μόσχων συστήνεται η χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών. Στους αμνούς και στα ερίφια, λόγω της μαζικότητας των κρουσμάτων, τέτοια εγχειρήματα είναι δύσκολο να εφαρμοστούν. Τα κρυπτοσπορίδια στο περιβάλλον είναι ευαίσθητα σε αμμωνιακά απολυμαντικά, ενώ η τήρηση κανόνων υγιεινής συμβάλει σημαντικά στον έλεγχο της νόσου.


Βιβλιογραφία

1De Graaf D.C., Vanopdenbosch E., Ortega-Mora L.M., Abbassi H., Peeters J.E. (1999) International Journal for Parasitology 29:1269-1287.

2Panousis N., Diakou A., Papadopoulos E., Giadinis N., Karatzias H., Haralampidis S (2007) Cattle Practice 15:89-92.

3Panousis N., Diakou A., Giadinis N., Papadopoulos E., Karatzias H., Haralampidis S (2008) Reveue de Medecine Veterinaire 159:528-531.

4Giadinis N.D., Papadopoulos E., Lafi S.Q., Papanikolopoulou V., Karanikola S., Diakou A., Vergidis V., Xiao L., Ioannidou E., Karatzias H. (2015) Veterinary Medicine International 2015:764193.

5Rebhun W.C. (1995) Diseases of Dairy Cattle, Williams and Wilkins, USA.

6Giadinis N.D., Papadopoulos E., Panousis N., Papazahariadou M., Lafi S.Q., Karatzias H. (2007) Journal of Veterinary Pharmacology and Therapeutics 30:578-582.

7Giadinis N.D., Papadopoulos E., Lafi S.Q., Panousis N.K., Papazahariadou M., Karatzias H. (2008) Small Ruminant Research 76:195-200.

8Giadinis N.D., Symeoudakis S., Papadopoulos E., Lafi S.Q., Karatzias H. (2012) Tropical Animal Health and Production 44:1561-1565.

9Klein P. (2008) Veterinary Journal 177:229-231.

10Naciri M., Mancassola R., Yvoré P., Peeters J.E. (1993) Veterinary Parasitology 45:199-207.

11Jarvie B,D., Trotz-Williams L.A., McKnight D.R., Leslie K.E., Wallace M.M., Todd C.G., Sharpe P.H., Peregrine A.S. (2005) Journal of Dairy Science 88:1801-1806.

12Naciri, M. & Yvore, P. (1989) Recueil de Medecine Veterinaire, 165:823–826.